μουσικό θέατρο

μουσικό θέατρο
Ευρύς όρος που μπορεί να συμπεριλάβει ποικίλα θεατρικά είδη όπως η όπερα, η οπερέτα, το καμπαρέ, το βωντβίλ, το «μιούζικ-χωλ», το βαριετέ, το επικό θέατρο, το μιούζικαλ, την επιθεώρηση κτλ. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των ειδών της εν λόγω θεατρικής κατηγορίας αποτελεί η οργανική θέση της μουσικής στη δομή τους, ως συστατικό sine qua non του κειμένου εκκίνησης – της «παρτιτούρας» - της παράστασης. Οι ρίζες του μουσικού θεάτρου ενυπάρχουν στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Ανά τους αιώνες ωστόσο το εν λόγω είδος αποκτά, ανάλογα με τη χρονική περίοδο αλλά και τις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες γέννησης και ανάπτυξής του, που άλλωστε υπαγόρευαν και την εκάστοτε λειτουργία του, τις ποικίλες μορφές που απαριθμήσαμε παραπάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Σαλιάπιν, Φιοντόρ Ιβάνοβιτς — Ρώσος βαθύφωνος που απόχτησε γαλλική υπηκοότητα (Καζάν 1873 – Παρίσι 1938). Από οικογένεια χωρικών πέρασε σκληρά και βασανισμένα παιδικά και νεανικά χρόνια. Το μουσικό θέατρο, που τράβηξε το ενδιαφέρον του από τα παιδικά του χρόνια, τον έκανε να… …   Dictionary of Greek

  • εμβατήριο — Μουσική οργανική σύνθεση σε διμερή ρυθμό, τον οποίο υπαγορεύει η ανάγκη του ομαδικού και ομοιόμορφου βαδίσματος. Το είδος αυτό έχει αρχαιότατη προέλευση. Στην αρχαιότητα, οι θρησκευτικές ή στρατιωτικές πομπές, καθώς και οι χορωδοί της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνστάιν, Άλφρεντ — (Alfred Einstein,Μόναχο 1880 – Ελ Σερίτο, Καλιφόρνια 1952). Γερμανός μουσικολόγος και κριτικός. Μαθητής του Άντολφ Ζάντμπεργκερ, εκπατρίστηκε το 1933, έζησε στο Λονδίνο και στη Φλωρεντία και από το 1939 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ. Μουσικοκριτικός… …   Dictionary of Greek

  • Σαρπαντιέ, Γκυστάβ — (Charpentier). Γάλλος συνθέτης (Ντιεζ, Λωραίνη 1860 Παρίσι 1956). Αφού τελείωσε τη μαθητεία του στο Ωδείο της Λίλλης, ο Σ. πήγε στο Παρίσι όπου σπούδασε σύνθεση με το Μασενέ, τον οποίο διαδέχτηκε στο Ινστιτούτο το 1912, όταν ο δάσκαλος… …   Dictionary of Greek

  • σκηνοθεσία — Το σύνολο διάφορων δραστηριοτήτων, καλλιτεχνικών και τεχνικών, που τείνουν στην πραγμάτωση της δραματικής ατμόσφαιρας ενός θεατρικού κειμένου. Στην κλασική αρχαιότητα και στο μεσαιωνικό θέατρο καθήκοντα σκηνοθέτη ασκούσαν οι συγγραφείς. Από το… …   Dictionary of Greek

  • Βανδής, Τίτος — (1917 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εμφανίστηκε το 1934 στον Ιούδα του Σπ. Μελά και μέχρι το 1943 ερμήνευσε αξιόλογους ρόλους στο Εθνικό, τη Νέα Σκηνή …   Dictionary of Greek

  • Δαλιανίδης, Γιάννης — (Θεσσαλονίκη 1924 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε θέατρο στη δραματική σχολή Ιωάννη Κοπανά της Θεσσαλονίκης και χορό στη σχολή Μίσλιγκερ της Βιέννης. Εργάστηκε αρχικά ως χορογράφος χορευτής και ηθοποιός στο μουσικό θέατρο, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”